- κρουνιά
- η [κρουνός]η κύρια πηγή, κεφαλόβρυσο, νερομάννα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρουνία — κρουνία, ἡ (Α) [κρουνός] κρουνείον* … Dictionary of Greek
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek